- μώρων
- μωρόςdullfem gen plμωρόςdullmasc/neut gen plμωρόςdullmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωρῶν — μωρός dull fem gen pl μωρός dull masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρῶν — τῑμωρῶν , τιμωρέω to be an avenger pres part act masc nom sg (attic epic doric) τῑμωρῶν , τιμωρός avenging masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боуии — (27) пр. 1.Дерзкий, непокорный: Ѡлег же въсприимъ смыслъ. буи и словеса величава. ЛЛ 1377, 76 об. (1096); ѡни же слышавше се всприимше буи помыслъ. начаша сѩ гнѣвати на нь. и болшю вражду въздвигати. Там же, 136 (1186); Слышав же кнѩ(з) великыи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γκρίνια — και γρίνα και γρίνια, η 1. παράπονο, μεμψιμοιρία 2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια») 3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna] … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
κουδουνίστρα — η πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν τό κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα, χωρίσ τρα)] … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
ἐπιτιμωρῶν — ἐπιτῑμωρῶν , ἐπί τιμωρέω to be an avenger pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)